греко » немецкий

Переводы „πελάτης“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πελάτης (πελάτισσα) [pɛˈlatis, pɛˈlatisa] SUBST м./ж. (ж.)

1. πελάτης (σε κατάστημα, εστιατόριο):

πελάτης (πελάτισσα)
Kunde м. (Kundin) ж.
πελάτης εξωτερικού
τακτικός πελάτης

2. πελάτης (γιατρού):

πελάτης (πελάτισσα)
Patient(in) м. (ж.)

3. πελάτης (δικηγόρου):

πελάτης (πελάτισσα)
Mandant(in) м. (ж.)
πελάτης (πελάτισσα)
Klient(in) м. (ж.)

Примеры со словом πελάτης

δυνητικός πελάτης
εξωτερικός πελάτης
πελάτης εξωτερικού
τακτικός πελάτης
υποψήφιος πελάτης

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский