греко » немецкий

περίοδος [pɛˈriɔðɔs] SUBST ж.

1. περίοδος (χρονικό διάστημα):

περίοδος
περίοδος
Periode ж.
λογιστική περίοδος
βουλευτική περίοδος
περίοδος δοκιμασίας
Probezeit ж.
περίοδος εκπτώσεων
ενδιάμεση περίοδος
μεταβατική περίοδος
φορολογική περίοδος

2. περίοδος (καιρός):

περίοδος
Zeit ж.
αλιευτική περίοδος
Fangzeit ж.
περίοδος των διακοπών
καλοκαιρινή περίοδος
χειμερινή περίοδος

3. περίοδος (φάση, στάδιο):

περίοδος
Phase ж.
περίοδος
Stadium ср.

4. περίοδος (εμμηνόρροια):

περίοδος
Periode ж.

περίοδος SUBST

Статья, составленная пользователем
ψυχροπολεμική περίοδος ж.

Примеры со словом περίοδος

περίοδος ж. ημιζωής
περίοδος ж. περιφοράς
περίοδος ж. απόσβεσης
τριτογενής περίοδος
Tertiär ср.
φορολογική περίοδος
εκλογική περίοδος
λογιστική περίοδος
βουλευτική περίοδος
ενδιάμεση περίοδος
κρυογενής περίοδος
αντιπυρική περίοδος
γεωκρατική περίοδος
περίοδος δοκιμασίας
περίοδος εκπτώσεων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский