греко » немецкий

Переводы „περιεχόμενο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

περιεχόμενο [pɛriɛˈxɔmɛnɔ] SUBST ср.

1. περιεχόμενο (σώματος, έργου):

περιεχόμενο
Inhalt м.
χωρίς περιεχόμενο
κύριο περιεχόμενο

2. περιεχόμενο (λόγου: ουσία):

περιεχόμενο
Gehalt м.
χωρίς περιεχόμενο
κύριο περιεχόμενο

Примеры со словом περιεχόμενο

κύριο περιεχόμενο
χωρίς περιεχόμενο
περιεχόμενο ср. του δέματος
η μορφή και το περιεχόμενο

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский