греко » немецкий

Переводы „περιθώριο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

περιθώριο [pɛriˈθɔriɔ] SUBST ср.

1. περιθώριο (σελίδας):

περιθώριο
Rand м.
περιθώριο σελίδας
ζω στο περιθώριο перенос.

2. περιθώριο перенос.:

περιθώριο
Spielraum м.
περιθώριο ασφαλείας ЭКОН.
περιθώριο κέρδους
με μεγάλο περιθώριο κέρδους
περιθώριο εμπορικού κέρδους
ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ЭКОН.
ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ЭКОН.
ελάχιστο περιθώριο κέρδους
εμπορικό περιθώριο
περιθώριο λάθους ЭКОН.

Примеры со словом περιθώριο

περιθώριο λάθους ЭКОН.
περιθώριο σελίδας
περιθώριο ασφαλείας ЭКОН.
περιθώριο κέρδους
εμπορικό περιθώριο
ηπειρωτικό περιθώριο
με μεγάλο περιθώριο κέρδους
ελάχιστο περιθώριο κέρδους
ζω στο περιθώριο перенос.
ακαθάριστο περιθώριο κέρδους ЭКОН.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский