греко » немецкий

Переводы „πετυχαίνω“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . πετυχ|αίνω <-α, -ημένος> [pɛtiˈçɛnɔ] VERB перех.

1. πετυχαίνω (για βλήμα):

πετυχαίνω

2. πετυχαίνω (κατορθώνω):

πετυχαίνω

3. πετυχαίνω (κάποιο σκοπό):

πετυχαίνω

4. πετυχαίνω (καλές θέσεις στον κινηματογράφο):

πετυχαίνω

5. πετυχαίνω (μαντεύω):

πετυχαίνω

6. πετυχαίνω (συναντώ τυχαία):

πετυχαίνω

7. πετυχαίνω (βρίσκω τυχαία):

πετυχαίνω

II . πετυχ|αίνω <-α, -ημένος> [pɛtiˈçɛnɔ] VERB неперех.

1. πετυχαίνω (κατορθώνω κάτι):

2. πετυχαίνω (έχω καλό αποτέλεσμα):

πετυχαίνω

3. πετυχαίνω (προκόβω):

πετυχαίνω στη ζωή μου
πετυχαίνω στις εξετάσεις

Примеры со словом πετυχαίνω

πετυχαίνω στη ζωή μου
πετυχαίνω στις εξετάσεις

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский