греко » немецкий

Переводы „πιστοποιητικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πιστοποιητικό [pistɔpiitiˈkɔ] SUBST ср.

πιστοποιητικό
πιστοποιητικό ανεργίας
πιστοποιητικό γάμου
πιστοποιητικό γέννησης
πιστοποιητικό γνησιότητας
πιστοποιητικό θανάτου
πιστοποιητικό ιδιοκτησίας
προσωρινό πιστοποιητικό
προσωρινό πιστοποιητικό
πιστοποιητικό υγείας

Примеры со словом πιστοποιητικό

πιστοποιητικό ср. καταγωγής ЮРИД.
πιστοποιητικό ср. προέλευσης
πιστοποιητικό ср. γνησιότητας
πιστοποιητικό ср. θανάτου
πιστοποιητικό ср. εισαγωγής
πιστοποιητικό ср. ιθαγένειας
πιστοποιητικό ср. ιδιοκτησίας
πιστοποιητικό ср. ποιότητας
πιστοποιητικό ср. γάμου
πιστοποιητικό ср. γέννησης
πιστοποιητικό ср. εξαγωγής
πιστοποιητικό γέννησης
πιστοποιητικό γνησιότητας
πιστοποιητικό θανάτου
πιστοποιητικό ανεργίας
πιστοποιητικό γάμου
πιστοποιητικό ιδιοκτησίας
προσωρινό πιστοποιητικό
πιστοποιητικό υγείας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский