греко » немецкий

Переводы „πλαστικό“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

πλαστικό [plastiˈkɔ] SUBST ср.

πλαστικό
πλαστικό
Plastik ср.
ενισχυμένο πλαστικό
σκληρό πλαστικό
Hartplastik ср.

Примеры со словом πλαστικό

ενισχυμένο πλαστικό
σκληρό πλαστικό
πλαστικό ср. ενισχυμένο με ίνες
βγήκε το πλαστικό
κόλλα για πλαστικό

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский