греко » немецкий

Переводы „προαιρετικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

προαιρετικ|ός <-ή, -ό> [prɔɛrɛtiˈkɔs] ПРИЛ.

1. προαιρετικός (γενικά):

προαιρετικός
προαιρετικός προαιρετικός
Zubehör ср. ед.
είναι διαθέσιμο ως προαιρετικός προαιρετικός

2. προαιρετικός (ειδίως μαθήματα):

προαιρετικός

Примеры со словом προαιρετικός

προαιρετικός προαιρετικός
Zubehör ср. ед.
είναι διαθέσιμο ως προαιρετικός προαιρετικός
προαιρετικός εξοπλισμός
Zubehör ср. ед.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский