греко » немецкий

προσωπικό [prɔsɔpiˈkɔ] SUBST ср.

προσωπικό SUBST

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом προσωπικό

προσωπικό νεύρο
ειδικευμένο προσωπικό
εκπαιδευτικό προσωπικό
Lehrkräfte ж. мн.
νοσηλευτικό προσωπικό
διδακτικό προσωπικό
ερευνητικό προσωπικό
βοηθητικό προσωπικό
προσωπικό εξυπηρέτησης
προσωπικό πωλήσεων
επιτελικό προσωπικό
προσωπικό της τράπεζας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский