σταθερότητα [staθɛˈrɔtita] SUBST ж.
1. σταθερότητα (στερεότητα):
- σταθερότητα
- Stabilität ж.
- νομισματική σταθερότητα
-
- νομισματική σταθερότητα
-
- οικονομική σταθερότητα
-
- εσωετερική οικονομική σταθερότητα
-
- πρόγραμμα ср. σταθερότητας ЭКОН.
-
- σύμφωνο ср. σταθερότητας
-
- σύμφωνο ср. σταθερότητας και ανάπτυξης ЕС
-
2. σταθερότητα (μονιμότητα):
- σταθερότητα
-
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
Поиск в словаре
- στάδιο
- σταδιοδρομία
- σταδιοδρομώ
- στάζω
- σταθερά
- σταθερότητα
- σταθμά
- σταθμάρχης
- στάθμευση
- σταθμεύω
- στάθμη