греко » немецкий

Переводы „συγκεντρώνω“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . συγκεντρώ|νω <-σα, -θηκα, -μένος> [siɲɟɛnˈdrɔnɔ] VERB перех.

1. συγκεντρώνω (πράγματα: συναθροίζω):

συγκεντρώνω

2. συγκεντρώνω (ανθρώπους):

συγκεντρώνω

3. συγκεντρώνω (μαζεύω):

συγκεντρώνω

4. συγκεντρώνω (προσηλώνω):

συγκεντρώνω σε
konzentrieren auf +вин.

II . συγκεντρώνομαι VERB возвр. гл.

1. συγκεντρώνομαι (για πράγματα):

2. συγκεντρώνομαι (για ανθρώπους):

3. συγκεντρώνομαι (πνευματικά):

Примеры со словом συγκεντρώνω

συγκεντρώνω όλο μου το θάρρος
συγκεντρώνω την προσοχή μου σε κάτι

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский