греко » немецкий

συγκρότημα [siŋˈgrɔtima] SUBST ср.

1. συγκρότημα (σύνολο πραγμάτων):

συγκρότημα
στερεοφωνικό συγκρότημα
μίνι στερεοφωνικό συγκρότημα

2. συγκρότημα (κτισμάτων):

συγκρότημα

3. συγκρότημα МУЗ. (επιχειρήσεων):

συγκρότημα
Gruppe ж.

συγκρότημα SUBST

Статья, составленная пользователем
συγκρότημα ср. МУЗ.
Band ж.

Примеры со словом συγκρότημα

στερεοφωνικό συγκρότημα
μίνι στερεοφωνικό συγκρότημα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский