συμφωνία [siɱfɔˈnia] SUBST ж.
1. συμφωνία (ταυτότητα απόψεων):
2. συμφωνία (αμοιβαία υπόσχεση):
3. συμφωνία (μεταξύ χωρών):
- συμφωνία
- Abkommen ср.
- διεθνής συμφωνία
-
- συμφωνία αυτονομίας
-
- Γενική Συμφωνία ж. για Δασμολόγια και Εμπόριο
-
- εμπορική συμφωνία
- Handelsabkommen ср.
- θεσμική συμφωνία
-
- νομισματική συμφωνία
- Währungsabkommen ср.
- οικονομική συμφωνία
-
- συναλλαγματική συμφωνία
- Devisenabkommen ср.
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
- συμφωνία ж. χορηγίας СПОРТ
- συμφωνία ж. πληρωμών
- Zahlungsabkommen ср.
- συμφωνία ж. αποκλειστικότητας
- Schutzabkommen ср.