συστατικό [sistatiˈkɔ] SUBST ср.
συστατικ|ός <-ή, -ό> [sistatiˈkɔs] ПРИЛ.
1. συστατικός (που αποτελεί μέρος όλου):
2. συστατικός (που κάνει σύσταση για κάποιον):
3. συστατικός БИОЛ. (ένζυμο):
συ|νιστώ <-νιστάς, -στησα [ή -νέστησα], -στήθηκα, -στημένος> [sinisˈtɔ], συ|σταίνω [sisˈtɛnɔ], συ|στήνω [sisˈtinɔ] <-στησα [ή -νέστησα], -στήθηκα, -στημένος> VERB перех.
σύστασ|η <-εις> [ˈsistasi] SUBST ж.
1. σύσταση (σύνθεση, δομή):
2. σύσταση (ίδρυση):
3. σύσταση (έκφραση γνώμης για κάποιον, συμβουλή):
4. σύσταση (παρουσίαση προσώπου):
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.