греко » немецкий

σύστημα [ˈsistima] SUBST ср.

1. σύστημα (σύνολο με ορισμένη λειτουργία):

σύστημα
System ср.
σύστημα ΑΒΟ БИОЛ.
ABO-System ср.
Immunsystem ср.
αστρικό σύστημα
Sternsystem ср.
δεκαδικό σύστημα
δυαδικό σύστημα
Binärsystem ср.
ηλιακό σύστημα
Sonnensystem ср.
κυκλοφορικό σύστημα
Kreislauf м.
κυκλοφορικό σύστημα
λεμφικό σύστημα
Lymphsystem ср.
νευρικό σύστημα
Nervensystem ср.
νομισματικό σύστημα
λειτουργικό σύστημα ИНФОРМ.
οικολογικό σύστημα
Ökosystem ср.
οικονομικό σύστημα
πεπτικό σύστημα
πολιτικό σύστημα
συμπαθητικό σύστημα
τραπεζικό σύστημα
Bankensystem ср.

2. σύστημα (μέθοδος):

σύστημα
Methode ж.
σύστημα
System ср.
δουλεύω με σύστημα
σύστημα διδασκαλίας

3. σύστημα (συνήθεια):

σύστημα
το έχει σύστημα να

σύστημα SUBST

Статья, составленная пользователем
αξιακό σύστημα ср.
Wertesystem ср.

Примеры со словом σύστημα

σύστημα ср. φορολόγησης
σύστημα ср. ψύξης
σύστημα ср. πέδησης
σύστημα ср. πλέγματος ГЕОМ.
Gradnetz ср.
σύστημα ср. συναγερμού
σύστημα ср. συμψηφισμού
σύστημα ср. φωνηέντων
σύστημα ср. εξάτμισης
σύστημα ср. φακών
σύστημα ср. τιμών
σύστημα ср. ασφαλίσεων
σύστημα ср. πωλήσεων
σύστημα ср. παραγωγής
σύστημα ср. πληρωμών
σύστημα ср. ρηγμάτων
σύστημα ср. γκέιτινγκ
σύστημα ср. μετάδοσης
σύστημα ср. διήθησης
σύστημα ср. επικοινωνίας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский