греко » немецкий

τέταρτο [ˈtɛtartɔ] SUBST ср.

τέταρτο
Viertel ср.
ένα τέταρτο/δύο τέταρτα
το ένα τέταρτο των
(είναι) εφτά και τέταρτο
και τέταρτο είναι
σε ένα τέταρτο θα έρθει
ένα τέταρτο του λίτρου
ακαδημαϊκό τέταρτο

τέταρτο NUM

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом τέταρτο

ακαδημαϊκό τέταρτο
το ένα τέταρτο των
ένα τέταρτο του λίτρου
(είναι) εφτά και τέταρτο
μία παρά τέταρτο
και τέταρτο είναι
σε ένα τέταρτο θα έρθει

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский