греко » немецкий

ταυτότητα [tafˈtɔtita] SUBST ж.

1. ταυτότητα (απόλυτη ομοιότητα):

ταυτότητα
ταυτότητα

2. ταυτότητα (η μοναδικότητα ενός ατόμου ή πράγματος):

ταυτότητα
πολιτιστική ταυτότητα

3. ταυτότητα (δελτίο, η αστυνομική ταυτότητα):

ταυτότητα
ταυτότητα ασφαλισμένου
φοιτητική ταυτότητα
Ausweispapiere ср. мн.

ταυτότητα SUBST

Статья, составленная пользователем
ταυτότητα οφειλής ж. ФИНАНС.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский