греко » немецкий

τηλεσκόπιο [tilɛˈskɔpiɔ] SUBST ср.

τηλεσκόπιο
Teleskop ср.
αστρονομικό τηλεσκόπιο
γρηγοριανό τηλεσκόπιο
διαστημικό τηλεσκόπιο
διοφθαλμικό τηλεσκόπιο
διοφθαλμικό τηλεσκόπιο
κατοπτρικό τηλεσκόπιο
τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου
τηλεσκόπιο του Kepler
μεσημβρινό τηλεσκόπιο
τηλεσκόπιο του Νεύτωνα

Τηλεσκόπιο [tilɛˈskɔpiɔ] SUBST ср. (αστερισμός)

Примеры со словом τηλεσκόπιο

κατοπτρικό τηλεσκόπιο
διοφθαλμικό τηλεσκόπιο
μεσημβρινό τηλεσκόπιο
αστρονομικό τηλεσκόπιο
γρηγοριανό τηλεσκόπιο
διαστημικό τηλεσκόπιο
τηλεσκόπιο του Γαλιλαίου
τηλεσκόπιο του Kepler
τηλεσκόπιο του Νεύτωνα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский