греко » немецкий

Переводы „τηλεφώνημα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

τηλεφώνημα [tilɛˈfɔnima] SUBST ср.

τηλεφώνημα
Anruf м.
θα του κάνω ένα τηλεφώνημα
αστικό τηλεφώνημα
υπεραστικό τηλεφώνημα

Примеры со словом τηλεφώνημα

αστικό τηλεφώνημα
υπεραστικό τηλεφώνημα
θα του κάνω ένα τηλεφώνημα

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский