греко » немецкий

Переводы „τράπεζα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

τράπεζα [ˈtrapɛza] SUBST ж.

1. τράπεζα ФИНАНС.:

τράπεζα
Bank ж.
αγροτική τράπεζα
Agrarbank ж.
τράπεζα αξιών
η βεβαιούσα τράπεζα
η δανείστρια τράπεζα
τράπεζα εγγυήσεως
η εκδότρια τράπεζα
εθνική τράπεζα
εισπράττουσα τράπεζα
εισπράττουσα τράπεζα
εκδότρια τράπεζα
εμπορική τράπεζα
τράπεζα εξωτερικού
τράπεζα επενδύσεων
τράπεζα επενδύσεων
ιδιωτική τράπεζα
κεντρική τράπεζα
λαϊκή τράπεζα
Volksbank ж.
παγκόσμια τράπεζα
Weltbank ж.
πιστωτική τράπεζα
τράπεζα συμψηφισμού
τράπεζα συμψηφισμού

2. τράπεζα (αρχείο):

τράπεζα αίματος
Blutbank ж.
τράπεζα γονιδίου
Genbank ж.
Datenbank ж.

3. τράπεζα РЕЛИГ.:

αγία τράπεζα
Altar м.

4. τράπεζα (αστερισμός):

Tafelberg м.

5. τράπεζα ГЕОЛ.:

τράπεζα πάγου
Schelfeis ср.

Примеры со словом τράπεζα

τράπεζα ж. πάγου
Schelfeis ср.
τράπεζα ж. επενδύσεων
τράπεζα ж. αίματος
τράπεζα ж. αποδοχής
τράπεζα ж. δεδομένων
εκδότρια τράπεζα
Altar м.
εκδοτική τράπεζα
εθνική τράπεζα
τράπεζα εξωτερικού
τράπεζα επενδύσεων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский