греко » немецкий

Переводы „υπεύθυνος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . υπεύθυν|ος <-η, -ο> [iˈpɛfθinɔs] ПРИЛ. (που έχει την ευθύνη, ένοχος)

υπεύθυνος για
ποινικά υπεύθυνος ЮРИД.

II . υπεύθυν|ος <-η, -ο> [iˈpɛfθinɔs] SUBST м./ж.

υπεύθυνος
ο βασικός/κύριος υπεύθυνος

Примеры со словом υπεύθυνος

ποινικά υπεύθυνος ЮРИД.
είναι εξίσου υπεύθυνος για
ο βασικός/κύριος υπεύθυνος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский