греко » немецкий

Переводы „φωτογραφία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

φωτογραφία [fɔtɔɣraˈfia] SUBST ж.

1. φωτογραφία (τέχνη):

φωτογραφία
έγχρωμη/ασπρόμαυρη φωτογραφία
φωτογραφία με φλας

2. φωτογραφία (εικόνα, φωτό):

φωτογραφία
φωτογραφία
Foto ср.
τραβώ μια φωτογραφία
έγχρωμη/ασπρόμαυρη φωτογραφία
έγχρωμη/ασπρόμαυρη φωτογραφία
δορυφορική φωτογραφία
αρνητική φωτογραφία
Negativfoto ср.
θαμπή φωτογραφία
κουνημένη φωτογραφία

Примеры со словом φωτογραφία

έγχρωμη φωτογραφία
δορυφορική φωτογραφία
αρνητική φωτογραφία
θαμπή φωτογραφία
κουνημένη φωτογραφία
αεροπορική φωτογραφία
φωτογραφία ж. τριών διαστάσεων
φωτογραφία ж. με φλας
η φωτογραφία της εβδομάδας
τραβώ μια φωτογραφία
φωτογραφία με φλας

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский