- älteste(r, s)
- ο μεγαλύτερος
- älteste(r, s)
- ο παλιότερος
- alt
- μεγάλος
- wie alt bist du?
- πόσων χρονών είσαι;
- ich bin dreißig Jahre alt
- είμαι τριάντα χρονών
- er war erst wenige Tage alt
- ήταν μόλις μερικών ημερών
- Alt und Jung
- νέοι και γέροι
- hier werde ich nicht alt разг.
- δε θα αντέξω για πολύ εδώ μέσα
- das Kleid macht sie alt
- το φόρεμα τη δείχνει μεγάλη
- alt aussehen перенос.
- την έχω πατήσει άσχημα
- alt
- ηλικιωμένος, γέρος
- eine alte Dame
- μια ηλικιωμένη κυρία
- sich alt fühlen
- αισθάνομαι γέρος
- alt
- παλιός
- ein alter Freund von mir
- ένας παλιός φίλος μου
- ein alter Traum von ihm
- ένα παλιό του όνειρο
- etw вин. zum alten Preis verkaufen
- πουλώ κάτι στην παλιά τιμή
- es bleibt alles beim Alten
- μένουν όλα έτσι όπως ήταν
- zum alten Eisen gehören
- είμαι για τα παλιοσίδερα
- das Alte Testament
- η Παλαιά Διαθήκη
- die Alte Welt
- η γηραιά Ήπειρος
- alt
- αρχαίος, κλασικός
- Alte Geschichte
- αρχαία ιστορία
- die alten Meister
- οι κλασικοί
- Alt
- άλτο ср.
- Alt
- κοντράλτο ср.
- Alt
- άλτο ж.
- Alt
- κοντράλτο ж.
- Altbier
- μαύρη μπύρα ж.
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.