- dt.
- γερμανικός
- deutsch
- γερμανικός
- die deutsche Sprache
- η γερμανική γλώσσα
- ein deutscher Künstler
- ένας Γερμανός καλλιτέχνης
- eine deutsche Sängerin
- μια Γερμανίδα τραγουδίστρια
- die Deutsche Bucht
- ο Γερμανικός Όρμος
- Deutsche Bahn
- Οργανισμός Γερμανικών Σιδηροδρόμων
- Deutsche Post
- Γερμανικά Ταχυδρομεία
- Deutsche Postbank
- Γερμανικό Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο
- Deutsche Telekom
- Οργανισμός Τηλεπικοινωνιών Γερμανίας
- Deutscher Gewerkschaftsbund
- Συνομοσπονδία Γερμανικών Συνδικάτων
- Deutsche Mark ИСТ.
- γερμανικό μάρκο
- Deutsches Reich ИСТ.
- Γερμανικό Ράιχ
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.