- άμεση φορολόγηση
-
- άμεση φορολόγηση
-
- άμεση κτήση
- Direkterwerb м.
- άμεση αγορά
- Direkterwerb м.
- άμεση αγορά
- Direktkauf м.
- άμεση ζημιά
-
- άμεση επένδυση
-
- άμεση συμμετοχή
-
- άμεση πώληση
-
- άμεση απόκτηση
- Direkterwerb м.
- άμεση αντιπροσώπευση ЮРИД.
-
- άμεση εκλογή
- Direktwahl ж.
- άμεση πίστωση
- Direktkredit м.
- άμεση δημοκρατία
-
- άμεση απόσβεση
-
- άμεση διαφήμιση
-
- άμεση ισχύς
-
- άμεση ασφαλιστική εταιρεία
-
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.