κυβέρνησ|η <-εις> [ciˈvɛrnisi] SUBST ж.
- κυβέρνηση
- Regierung ж.
- κυβέρνηση συνασπισμού
-
- κυβέρνηση μειοψηφίας
-
- κυβέρνηση αυτονομίας
-
- αυτοδύναμη κυβέρνηση
-
- επαναστατική κυβέρνηση
-
- ομοσπονδιακή κυβέρνηση
-
- υπηρεσιακή κυβέρνηση
-
- υπηρεσιακή κυβέρνηση
-
κυβέρνηση SUBST
- μονοκομματκή κυβέρνηση ж.
-
PONS OpenDict
Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?
Пожалуйста, отправьте нам новый словарный запись для PONS OpenDict. Внесенные предложения проверяются редакцией PONS и соответствующим образом включаются в результаты.
Примеры из словаря PONS (редакционная проверка)
- επαναστατική κυβέρνηση
- κυβέρνηση μειοψηφίας
- κυβέρνηση αυτονομίας
- αυτοδύναμη κυβέρνηση
- ομοσπονδιακή κυβέρνηση