греко » немецкий

Переводы „αισθάνομαι“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . αισθάν|ομαι <-θηκα> [ɛsˈθanɔmɛ] VERB отлож. VERB перех.

1. αισθάνομαι (με τις αισθήσεις: κρύο):

αισθάνομαι

2. αισθάνομαι (αντιλαμβάνομαι):

αισθάνομαι

3. αισθάνομαι (για συναισθήματα: χαρά):

αισθάνομαι

II . αισθάν|ομαι <-θηκα> [ɛsˈθanɔmɛ] VERB возвр. гл.

αισθάνομαι
αισθάνομαι καλά
αισθάνομαι ικανός/σε θέση να

Примеры со словом αισθάνομαι

αισθάνομαι καλά
αισθάνομαι αδιαθεσία
αισθάνομαι έλξη για κάποιον
αισθάνομαι αισχύνη για κάτι
αισθάνομαι ντροπή για κάτι
αισθάνομαι/νιώθω άσχημα
αισθάνομαι/νιώθω καλά
αισθάνομαι ικανός/σε θέση να

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский