греко » немецкий

Переводы „εξουσία“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

εξουσία [ɛksuˈsia] SUBST ж.

1. εξουσία (δικαίωμα ή ελευθερία ενέργειας, επιρροή):

εξουσία
Macht ж.
χωρίς εξουσία
η εξουσία της μόδας
ασκώ εξουσία
οικονομική εξουσία
πολιτική εξουσία
κοσμική εξουσία
δικαιοδοτική εξουσία ЮРИД.

2. εξουσία ЮРИД.:

εξουσία
Gewalt ж.
δημόσια εξουσία
δικαστική εξουσία
νομοθετική εξουσία
νομοθετική εξουσία
εκτελεστική εξουσία
Exekutive ж.
εκτελεστική εξουσία
δικαστική εξουσία
ποινική εξουσία

3. εξουσία (κυβερνητική):

εξουσία
Macht ж.
ανέρχομαι στην εξουσία

4. εξουσία (κυριαρχία, δυναστεία):

εξουσία
κάτω από ρωμαϊκή εξουσία

Примеры со словом εξουσία

γονική εξουσία
εκτελεστική εξουσία
νομοθετική εξουσία
χωρίς εξουσία
ασκώ εξουσία
κυρωτική εξουσία
κοσμική εξουσία
οικονομική εξουσία
πολιτική εξουσία
δημόσια εξουσία
δικαστική εξουσία

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский