греко » немецкий

Переводы „κατακλυσμός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

κατακλυσμός [kataklizˈmɔs] SUBST м.

1. κατακλυσμός (πλημμύρα):

κατακλυσμός
δεν ήρθε και ο κατακλυσμός το Νώε!

2. κατακλυσμός (του Νώε):

κατακλυσμός
Sintflut ж.
αυτό δεν είναι βροχή, είναι κατακλυσμός!

3. κατακλυσμός перенос. (αφθονία):

κατακλυσμός
Flut ж.
κατακλυσμός επισκεπτών

Примеры со словом κατακλυσμός

κατακλυσμός επισκεπτών
δεν ήρθε και ο κατακλυσμός το Νώε!

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский