греко » немецкий

σύμβασ|η <-εις> [ˈsiɱvasi] SUBST ж.

1. σύμβαση (συμφωνία):

σύμβαση

3. σύμβαση (μεταξύ κρατών):

σύμβαση
σύμβαση
Abkommen ср.
die Genfer Konvention ж. ед.
φορολογική σύμβαση

4. σύμβαση (κοινωνική):

σύμβαση
κατά σύμβαση

σύμβαση μίσθωσης κατοικίας

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом σύμβαση

σύμβαση ж. διαμετακόμισης
σύμβαση ж. μίσθωσης
σύμβαση ж. κατασκευής
σύμβαση ж. εκχώρησης
σύμβαση ж. επαναγοράς
σύμβαση ж. αποζημίωσης
σύμβαση ж. δωρεάς
σύμβαση ж. συνεργασίας
σύμβαση ж. εξαγωγών
σύμβαση ж. αβαρίας
φορολογική σύμβαση
μισθολογική σύμβαση
ιδρυτική σύμβαση
δικονομική σύμβαση
εταιρική σύμβαση
βασική σύμβαση
σύμβαση αβαρίας МОР.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский