греко » немецкий

Переводы „τραβώ“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

I . τραβ|ώ <-άς, -ηξα, -ήχτηκα, -ηγμένος> [traˈvɔ] VERB перех.

1. τραβώ (γενικά: έλκω, και: σπαθί, μαχαίρι, πιστόλι, φελλό, δόντι):

τραβώ
τραβώ κάτω/πάνω
τραβώ έξω/μέσα

2. τραβώ (κουρτίνες):

τραβώ

3. τραβώ (ρυμουλκώ, σέρνω):

τραβώ

4. τραβώ (χρήματα από τράπεζα):

τραβώ

5. τραβώ (υποφέρω, περνώ):

τραβώ

6. τραβώ (ελκύω):

τραβώ

7. τραβώ (παρατείνω υπερβολικά: λόγο, θέμα):

τραβώ

II . τραβ|ώ <-άς, -ηξα, -ήχτηκα, -ηγμένος> [traˈvɔ] VERB неперех.

2. τραβώ (σόμπα, αυτοκίνητο):

τραβώ

III . τραβιέμαι VERB возвр. гл.

1. τραβιέμαι (αποσύρομαι):

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский