греко » немецкий

φόρος [ˈfɔrɔs] SUBST м.

1. φόρος (στο κράτος):

φόρος
Steuer ж.
επί της αξίας φόρος
Wertzoll м.
επί της αξίας φόρος
φόρος δωρεάς
έγγειος φόρος
φόρος εισαγωγής
φόρος εισαγωγής
Lohn- und Einkommenssteuer ж.
ενιαίος φόρος
φόρος εξαγωγής
φόρος εξαγωγής
Folgesteuern ж. мн.
φόρος καπνού
φόρος κεφαλαίου
Schenkungs- und Erbschaftssteuer ж.
φόρος παραγωγής
πρόσθετος φόρος
φόρος υπεραξίας
Tribut м.
Gewinn м. ед. vor Steuern

2. φόρος (τέλος):

φόρος
Gebühr ж.

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский