греко » немецкий

Переводы „οικονομική“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

οικονομική [ikɔnɔmiˈci] SUBST ж.

οικονομική
εφαρμοσμένη οικονομική

Примеры со словом οικονομική

οικονομική ολοκλήρωση ЭКОН.
οικονομική συνεργασία
οικονομική συνοχή ЕС
οικονομική επιχείρηση
οικονομική ζωή
οικονομική γεωγραφία
οικονομική εξαθλίωση
οικονομική επανάκαμψη
οικονομική πολιτική
εφαρμοσμένη οικονομική
οικονομική άνθηση
οικονομική ανάλυση
οικονομική ανισότητα ЭКОН.
οικονομική γεωλογία
οικονομική ευχέρεια
finanzielle Mittel ср. мн.
οικονομική εφημερίδα
(οικονομική) εφορία
Finanzamt ср.
οικονομική περιοχή ПОЛИТ., ЭКОН.
οικονομική διάσκεψη
οικονομική επένδυση

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский