греко » немецкий

σημείο [siˈmiɔ] SUBST ср.

1. σημείο (ορισμένο μέρος):

σημείο
Stelle ж.
σ' αυτό το σημείο
σημείο του ορίζοντα
νεκρό σημείο
toter Punkt м.

2. σημείο (σημάδι, σύμβολο):

σημείο
Zeichen ср.
σημείο ζωής
σημείο στίξης
Satzzeichen ср.
σημείο της πρόσθεσης
Pluszeichen ср.
σημείο της αφαίρεσης
Minuszeichen ср.

σημείο SUBST

Статья, составленная пользователем

Примеры со словом σημείο

σημείο ср. πήξεως
σημείο ср. διακλάδωσης
σημείο ср. λίκνισης
σημείο ср. διάστασης
σημείο ср. παγετού
σημείο ср. λάμδα ФИЗ.
σημείο ср. πέναλτι
σημείο ср. τομής
σημείο ср. βρασμού
σημείο ср. κορεσμού
σημείο ср. ελέγχου
σημείο ср. αναφοράς
σημείο ср. ζέσης
φωτεινό σημείο
κρίσιμο σημείο
συνοριακό σημείο МАТЕМ.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский