греко » немецкий

Переводы „αθέτηση“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

αθέτησ|η <-εις> [aˈθɛtisi] SUBST ж.

1. αθέτηση (υπόσχεσης):

αθέτηση
Bruch м.
η αθέτηση της υπόσχεσης
αθέτηση συμβολαίου

2. αθέτηση ЭКОН. (χρεώστη):

αθέτηση

Примеры со словом αθέτηση

αθέτηση συμβολαίου
η αθέτηση της υπόσχεσης

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский