греко » немецкий

Переводы „ακίνητος“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ακίνητ|ος <-η, -ο> [aˈcinitɔs] ПРИЛ.

1. ακίνητος (που δεν κινείται):

ακίνητος

2. ακίνητος (μέλος του σώματος: ήσυχο):

ακίνητος
μένω ακίνητος
ακίνητος!

3. ακίνητος (ακλόνητος):

ακίνητος

Примеры со словом ακίνητος

ακίνητος!
μένω ακίνητος

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский