греко » немецкий

αμμώνιο [aˈmɔniɔ] SUBST ср.

αμμώνιο
Ammonium ср.
ανθρακικό αμμώνιο
θειικό αμμώνιο
θειούχο αμμώνιο
οξικό αμμώνιο

αμμώνιο SUBST

Статья, составленная пользователем
χλωριούχο αμμώνιο

Примеры со словом αμμώνιο

ανθρακικό αμμώνιο
θειικό αμμώνιο
θειούχο αμμώνιο
οξικό αμμώνιο

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский