греко » немецкий

Переводы „ανταγωνισμός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ανταγωνισμός [andaɣɔnizˈmɔs] SUBST м.

1. ανταγωνισμός (αγώνας):

ανταγωνισμός
ανταγωνισμός των εξοπλισμών

3. ανταγωνισμός ЭКОН. (ως δεδομένο, σύνολο επιχειρήσεων):

ανταγωνισμός
υπάρχει ανταγωνισμός
ατομικός ανταγωνισμός
εδραιωμένος ανταγωνισμός

Примеры со словом ανταγωνισμός

αθέμιτος ανταγωνισμός
υπάρχει ανταγωνισμός
ατομικός ανταγωνισμός
εδραιωμένος ανταγωνισμός
διεθνής ανταγωνισμός
ελεύθερος ανταγωνισμός
επιθετικός ανταγωνισμός
ο ανταγωνισμός м. των εξοπλισμών
ανταγωνισμός των εξοπλισμών
ατελής/τέλειος ανταγωνισμός

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский