греко » немецкий

Переводы „απαίτηση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

απαίτησ|η <-εις> [aˈpɛtisi] SUBST ж.

1. απαίτηση:

απαίτηση
Anspruch м.
απαίτηση
Forderung ж.
den Ansprüchen дат. desgenügen
κύρια απαίτηση

Примеры со словом απαίτηση

απαίτηση ж. είσπραξης
απαίτηση ж. αποζημίωσης
απαίτηση ж. εταίρου
κύρια απαίτηση
επισφαλής απαίτηση ЭКОН.
εκκρεμής απαίτηση
εκχωρημένη απαίτηση ЭКОН.
εξισωτική απαίτηση
χρηματική απαίτηση
ενυπόθηκη απαίτηση
πτωχευτική απαίτηση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский