греко » немецкий

Переводы „αποτέλεσμα“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αποτέλεσμα [apɔˈtɛlɛzma] SUBST ср.

1. αποτέλεσμα (τέλος, έκβαση) МАТЕМ.:

αποτέλεσμα
Ergebnis ср.
καταλήγω σε (ένα) αποτέλεσμα
καταλήξαμε στο αποτέλεσμα ότι
(δεν) έχω/φέρνω αποτέλεσμα
χωρίς αποτέλεσμα
εκλογικό αποτέλεσμα
Wahlergebnis ср.
ενδιάμεσο αποτέλεσμα
κύριο αποτέλεσμα

2. αποτέλεσμα (συνέπεια):

αποτέλεσμα
Folge ж.
ως αποτέλεσμα των χθεσινών ταραχών
έχω ως αποτέλεσμα να
με αποτέλεσμα να
mit der Folge, dass
die Ergebnisse ср. мн.
die Prüfungsergebnisse ср. мн.

Примеры со словом αποτέλεσμα

αποτέλεσμα ср. δοκιμής
αποτέλεσμα ср. δοκιμασίας
εκλογικό αποτέλεσμα
ενδιάμεσο αποτέλεσμα
προσωρινό αποτέλεσμα
χωρίς αποτέλεσμα
κύριο αποτέλεσμα
ζημιογόνο αποτέλεσμα
με απρόσμενα θετικό αποτέλεσμα
το αποτέλεσμα ср. του δημοψηφίσματος
καταλήξαμε στο αποτέλεσμα ότι
έχω ως αποτέλεσμα να
καταλήγω σε (ένα) αποτέλεσμα
με αποτέλεσμα να
αποτέλεσμα ср. των πωλήσεων

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский