греко » немецкий

Переводы „αριθμητικός“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

αριθμητικ|ός <-ή, -ό> [ariθmitiˈkɔs] ПРИЛ.

1. αριθμητικός (σχετικός με τους αριθμούς):

αριθμητικός
Zahlen-
Rechner м.

2. αριθμητικός (σχετικός με την αριθμητική):

αριθμητικός

3. αριθμητικός (ποσοτικός, κατά τον αριθμό):

αριθμητικός

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский