греко » немецкий

Переводы „βαλβίδα“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

βαλβίδα [valˈviða] SUBST ж.

1. βαλβίδα МЕХАН.:

βαλβίδα
Ventil ср.
βαλβίδα αναρρόφησης
Ansaugventil ср.
βαλβίδα ασετιλίνης
ασφαλιστική βαλβίδα
βαλβίδα εισόδου
βαλβίδα εκκένωσης
Ablassventil ср.
βαλβίδα εκροής
ένσφαιρη βαλβίδα
Kugelventil ср.
ρυθμιστική βαλβίδα
Steuerventil ср.

2. βαλβίδα (καρδιάς):

καρδιακή βαλβίδα
αορτική βαλβίδα
μιτροειδής βαλβίδα
πνευμονική βαλβίδα
τριγλώχια βαλβίδα

3. βαλβίδα СПОРТ (βολών):

βαλβίδα
Wurfkreis м.

4. βαλβίδα СПОРТ (για δρομέα):

βαλβίδα

Примеры со словом βαλβίδα

βαλβίδα ж. αναρρόφησης
βαλβίδα ж. ασετιλίνης
βαλβίδα ασετιλίνης
βαλβίδα εισόδου
ρυθμιστική βαλβίδα
καρδιακή βαλβίδα
αορτική βαλβίδα
μιτροειδής βαλβίδα
πνευμονική βαλβίδα
τριγλώχια βαλβίδα
βαλβίδα αναρρόφησης
ασφαλιστική βαλβίδα
βαλβίδα εκκένωσης
βαλβίδα εκροής
ένσφαιρη βαλβίδα

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский