греко » немецкий

Переводы „διάβρωση“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

διάβρωσ|η <-εις> [ðiˈavrɔsi] SUBST ж.

1. διάβρωση ГЕОЛ.:

διάβρωση (υλικού) (του εδάφους)
Korrosion ж.
γαλβανική διάβρωση
προστασία ж. από τη διάβρωση

2. διάβρωση ГЕОЛ. (πετρωμάτων):

διάβρωση
Erosion ж.
αιολική διάβρωση
αρχόμενη διάβρωση
γεωλογική διάβρωση

Примеры со словом διάβρωση

γαλβανική διάβρωση
αιολική διάβρωση
αρχόμενη διάβρωση
γεωλογική διάβρωση
προστασία ж. από τη διάβρωση

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский