греко » немецкий

διανεμητής (διανεμήτρια) [ðianɛmiˈtis, ðianɛˈmitria] SUBST м./ж. (ж.)

διανομέας [ðianɔˈmɛas] SUBST mf

1. διανομέας (ταχυδρόμος):

Briefträger(in) м. (ж.)

2. διανομέας ЭКОН.:

3. διανομέας (μηχανής):

Verteiler м.

4. διανομέας (συσκευή κουζίνας):

Spender м.

διανο|ούμαι <-ήθηκα> [ðianɔˈumɛ] VERB возвр. гл.

2. διανοούμαι (μου έρχεται μια ιδέα):

διανεμητικ|ός <-ή, -ό> [ðianɛmitiˈkɔs] ПРИЛ.

1. διανεμητικός:

Verteilungs-

διανόημα [ðiaˈnɔima] SUBST ср.

διανοητής (διανοήτρια) [ðianɔiˈtis, ðianɔˈitria] SUBST м./ж. (ж.)

διανοούμεν|ος (-η) [ðianɔˈumɛn|ɔs, -i] SUBST м./ж. (ж.)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский