греко » немецкий

Переводы „διδάσκουσα“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

διδασκαλία [ðiðaskaˈlia] SUBST ж.

1. διδασκαλία (ασχόληση του δασκάλου):

3. διδασκαλία (σύνολο διδαγμάτων δόγματος):

Lehre ж.

4. διδασκαλία ТЕАТР.:

διδακτορία [ðiðaktɔˈria] SUBST ж.

διδασκαλείο [ðiðaskaˈliɔ] SUBST ср.

διδάσκων (διδάσκουσα) [ðiˈðaskɔn, ðiˈðaskusa] SUBST м./ж. (ж.)

διδάσκων (διδάσκουσα)
Lehrer(in) м. (ж.)

διδάσκαλος (διδασκάλισσα) [ðiˈðaskalɔs, ðiðasˈkalisa] SUBST м./ж. (ж.)

δίδακτρα [ˈðiðaktra] SUBST ср. мн. (σε πανεπιστήμιο ή σχολή)

διδακτέ|ος <-α, -ο> [ðiðakˈtɛɔs] ПРИЛ.

διδακτική [ðiðaktiˈci] SUBST ж.

οπισθέλκουσα [ɔpisˈθɛlkusa] SUBST ж.

I . διδά|σκω <-ξα, -χτηκα, -γμένος> [ðiˈðaskɔ] VERB перех.

αρχαΐζουσα [arxaˈizusa] SUBST ж. (γλώσσα)

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский