греко » немецкий

Переводы „διερευνητικός“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

διερευνητικ|ός <-ή, -ό> [ðiɛrɛvnitiˈkɔs] ПРИЛ.

1. διερευνητικός (προς επιστημονική έρευνα):

διερευνητικός
Forschungs-

2. διερευνητικός (προς εξέταση):

διερευνητικός
Untersuchungs-

3. διερευνητικός (βλέμμα):

διερευνητικός

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский