немецко » греческий

Переводы „δικαιοπρακτική“ в словаре немецко » греческий

(Перейти к греко » немецкий)
δικαιοπρακτική ικανότητα ж.
δικαιοπρακτική ικανότητα ж.
δικαιοπρακτική βούληση ж.
περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα ж.
περιορισμένη δικαιοπρακτική ικανότητα
έχοντας δικαιοπρακτική ικανότητα
συμβατική δικαιοπρακτική ευθύνη
греко » немецкий

Переводы „δικαιοπρακτική“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)
δικαιοπρακτική ανικανότητα
δικαιοπρακτική βούληση
συμβατική δικαιοπρακτική ευθύνη
(περιορισμένη) δικαιοπρακτική ικανότητα

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский