греко » немецкий

Переводы „διπλωματούχος“ в словаре греко » немецкий

(Перейти к немецко » греческий)

I . διπλωματούχ|ος <-α, -ο> [ðiplɔmaˈtuxɔs] ПРИЛ.

1. διπλωματούχος (με οποιοδήποτε δίπλωμα):

διπλωματούχος

2. διπλωματούχος (από πανεπιστήμιο):

διπλωματούχος

II . διπλωματούχ|ος <-α, -ο> [ðiplɔmaˈtuxɔs] SUBST м./ж.

1. διπλωματούχος (με οποιοδήποτε δίπλωμα):

είμαι διπλωματούχος

2. διπλωματούχος (από πανεπιστήμιο):

διπλωματούχος
Graduiert(e, r) mf
είμαι διπλωματούχος

Примеры со словом διπλωματούχος

είμαι διπλωματούχος

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский