греко » немецкий

Переводы „ελατήριο“ в словаре греко » немецкий (Перейти к немецко » греческий)

ελατήριο [ɛlaˈtiriɔ] SUBST ср.

1. ελατήριο (σούστα):

ελατήριο
Feder ж.
ελατήριο βαλβίδας
κωνικό ελατήριο

2. ελατήριο (εμβόλου):

ελατήριο

Примеры со словом ελατήριο

ελατήριο βαλβίδας
κωνικό ελατήριο
χειρολαβή με ελατήριο СПОРТ (για ασκήσεις)

Хотели бы вы добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский