греко » немецкий

ενοχλητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxlitiˈkɔs] ПРИЛ.

1. ενοχλητικός (που εμποδίζει, που διαταράσσει):

2. ενοχλητικός (δυσάρεστος: ερωτήσεις):

3. ενοχλητικός (άνθρωπος: φορτικός και ανεπιθύμητος):

4. ενοχλητικός (άνθρωπος: που μόνο ενοχλεί, ανεπιθύμητος):

ενόχλησ|η <-εις> [ɛˈnɔxlisi] SUBST ж.

2. ενόχληση (εξαιτίας φορτικότητας, πείραγμα):

3. ενόχληση (δυσαρέσκεια):

Missfallen ср.

ενοχοποιητικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔxɔpiitiˈkɔs] ПРИЛ. (καταθέσεις, αποδείξεις)

ενοχικ|ός <-ή, -ό> [ɛnɔçiˈkɔs] ПРИЛ.

1. ενοχικός (σχετικός με ενοχή) ЮРИД.:

Schuld-
Schuldrecht ср.

ενοχοποι|ώ <-είς, -ησα, -ήθηκα, -ημένος> [ɛnɔxɔpiˈɔ] VERB перех. (με την κατάθεσή μου)

κοσμητική [kɔzmitiˈci] SUBST ж.

διοικητική [ðiicitiˈci] SUBST ж. ЭКОН.

Вы хотите добавить слова, фразы или переводы?

Пришлите нам новую статью.

Интерфейс Deutsch | Ελληνικά | English | Español | Français | Italiano | Polski | Русский